ἔπεψα

ἔπεψα
πέσσω
Acut. (Sp.)
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πέμπω — έπεμψα και έπεψα, στέλνω, αποστέλνω: Έπεψα άνθρωπο να δώσει το γράμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπέψαλε — ἐπί ψάλλω pluck aor ind act 3rd sg ἐπέψᾱλε , ἐπί ψάλλω pluck aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”